- καταπέτασμα
- το (AM καταπέτασμα) [καταπετάννυμι]καθετί που καταπετάννυται, που αφήνεται να απλωθεί, να πέσει από πάνω προς τα κάτω, παραπέτασμα, ή που χρησιμεύει για κάλυψη, σκέπασμανεοελλ.φρ. «τρώω το καταπέτασμα»α) (για αδηφάγους ή άρπαγες) τρώω πάρα πολύβ) κατακλέβω κάποιον εκμεταλλευόμενος τη θέση μου ή τη σχέση μου με αυτόναρχ.1. (στους Ιουδαίους) το παραπέτασμα τού ναού που διαχώριζε το άδυτο, τα «Άγια τών Αγίων», από τον κυρίως ναό2. επιγρ. τραπεζομάντιλο.
Dictionary of Greek. 2013.